- μεσάντιον
- μεσάντιον, τὸ (Α)μέσακλον.*
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέσακλον — μέσακλον, τὸ (Α) το αντί τού αργαλειού («ὁ κοντὸς τοῡ δόρατος αὐτοῡ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, πιθ. δάνειο άγνωστης προέλευσης. Η σύνδεση τού τ. με το επίθ. μέσος οφείλεται σε παρετυμολογία. Η λ.… … Dictionary of Greek
ՍՏՈՐԻ — (րւոյ, րեաց.) NBH 2 0750 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. ἁντίον, μεσαντίον liciatorium, jugum textorius. Գլանն կամ ձողն ոստայնանկաց, զորով փաթութեն հետզհետե զգործեալ կտաւն. ... *Փայտ նիզակի նորա իբրեւ զստորի ոստայնանկաց: Նիզակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)